παρενθετικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παρενθετικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική parenthetic < parenthesis < ελληνιστική κοινή παρένθεσις
Επίθετο[επεξεργασία]
παρενθετικός
- που έχει σχέση με παρένθεση, αναφέρεται σ’ αυτή ή βρίσκεται εντός παρενθέσεων
Συγγενικά[επεξεργασία]
- παρενθετικά
- → δείτε τις λέξεις παρένθεση, παρενθέτω και θέτω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παρενθετικός