παρθένιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παρθένιο τα παρθένια
      γενική του παρθένιου
παρθενίου
των παρθένιων
παρθενίων
    αιτιατική το παρθένιο τα παρθένια
     κλητική παρθένιο παρθένια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παρθένιο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παρθένιον (νεαρή κοπέλα), ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου παρθένιος (που έχει σχέση με κοπέλες), απόδοση για την αγγλική virginal < → δείτε και τη  λατινική virginalis. Συγκρίνετε με το συνώνυμο βίρτζιναλ.
Παρθένιο βελγικής κατασκευής του 1583
στο μουσείο Μουσικών Οργάνων του Παρισιού.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /paɾˈθe.ni.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παρ‐θέ‐νι‐ο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παρθένιο ουδέτερο

  1. (μουσικό όργανο) συνώνυμο του βίρτζιναλ: αγγλικό αναγεννησιακό πληκτροφόρο μουσικό όργανο, παρόμοιο με το τσέμπαλο [1]
  2. (νεότερη σημασία, διαφορετική από την αρχαία) λυρικό χορικό άσμα που τραγουδιόταν από παρθένες, κατά την αρχαιότητα [2]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. λήμματα παρθένιον, βίρτζιναλ - Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
  2. παρθένιο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)