παροντιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παροντιστικός < παροντιστής + -ικός
Επίθετο
[επεξεργασία]παροντιστικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τον παροντισμό ή τον παροντιστή ή αναφέρεται σ' αυτά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παροντιστικός
|