παρτσακλός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παρτσακλός < (άμεσο δάνειο) τουρκική parça (τμήμα, κομμάτι) < περσική پارچه (pārče) < پاره (pāre) + κατάληξη υποκοριστικού چه (če)
Επίθετο[επεξεργασία]
παρτσακλός, -ή, -ό
- (μειωτικό) άτομο με άκομψο ντύσιμο, που είναι περίεργο και συμπεριφέρεται ανάλογα (λ.χ. αλλοπρόσαλλα), με αποτέλεσμα να προκαλεί απαξιωτικά σχόλια από τρίτους
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παρτσακλός
|
Πηγές[επεξεργασία]
- παρτσακλός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα περσικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)