πατρονάρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πατρονάρισμα < πατρονάρ(ω) + -ισμα [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pa.tɾoˈna.ɾi.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐τρο‐νά‐ρι‐σμα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πατρονάρισμα ουδέτερο
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πατρονάρω
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πατρονάρισμα
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ πατρονάρισμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας