περιγελαστικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο περιγελαστικός η περιγελαστική το περιγελαστικό
      γενική του περιγελαστικού της περιγελαστικής του περιγελαστικού
    αιτιατική τον περιγελαστικό την περιγελαστική το περιγελαστικό
     κλητική περιγελαστικέ περιγελαστική περιγελαστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι περιγελαστικοί οι περιγελαστικές τα περιγελαστικά
      γενική των περιγελαστικών των περιγελαστικών των περιγελαστικών
    αιτιατική τους περιγελαστικούς τις περιγελαστικές τα περιγελαστικά
     κλητική περιγελαστικοί περιγελαστικές περιγελαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

περιγελαστικός < περιγελαστής + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

περιγελαστικός, -ή, -ό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]