πετρογονία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πετρογονία οι πετρογονίες
      γενική της πετρογονίας των πετρογονιών
    αιτιατική την πετρογονία τις πετρογονίες
     κλητική πετρογονία πετρογονίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πετρογονία < πέτρα + -ο- + -γονία ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική petrogeny)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πετρογονία θηλυκό ή πετρογένεση

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]