πιεζοηλεκτρισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πιεζοηλεκτρισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: διαγλωσσική ορολογία piezo- (πιεζο- < πιέζ(ω) + -ο-) + αγγλική electricity (ηλεκτρισμός) [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pi.e.zo.i.le.ktɾiˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πι‐ε‐ζο‐η‐λε‐κτρι‐σμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πιεζοηλεκτρισμός αρσενικό
- (ηλεκτρολογία) η δυνατότητα μερικών κρυσταλλικών υλικών να παράγουν ηλεκτρική τάση όταν δέχονται μηχανική τάση ή πίεση
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πιεζοηλεκτρισμός
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ πιεζοηλεκτρισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από διαγλωσσικούς όρους (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από διαγλωσσικούς όρους (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα πιεζο- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ηλεκτρολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)