πιεζοηλεκτρισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πιεζοηλεκτρισμός οι πιεζοηλεκτρισμοί
      γενική του πιεζοηλεκτρισμού των πιεζοηλεκτρισμών
    αιτιατική τον πιεζοηλεκτρισμό τους πιεζοηλεκτρισμούς
     κλητική πιεζοηλεκτρισμέ πιεζοηλεκτρισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πιεζοηλεκτρισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: διαγλωσσική ορολογία piezo- (πιεζο- < πιέζ(ω) + -ο-) + αγγλική electricity (ηλεκτρισμός) [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pi.e.zo.i.le.ktɾiˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πι‐ε‐ζο‐η‐λε‐κτρι‐σμός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πιεζοηλεκτρισμός αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]