πικρικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πικρικός | η | πικρική | το | πικρικό |
γενική | του | πικρικού | της | πικρικής | του | πικρικού |
αιτιατική | τον | πικρικό | την | πικρική | το | πικρικό |
κλητική | πικρικέ | πικρική | πικρικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πικρικοί | οι | πικρικές | τα | πικρικά |
γενική | των | πικρικών | των | πικρικών | των | πικρικών |
αιτιατική | τους | πικρικούς | τις | πικρικές | τα | πικρικά |
κλητική | πικρικοί | πικρικές | πικρικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πικρικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική picric < αρχαία ελληνική πικρός
Επίθετο[επεξεργασία]
πικρικός, -ή, -ό
- (χημεία) που έχει σχέση με το πικρικό οξύ ή αναφέρεται σ’ αυτό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)