πινάκιον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ πινάκιον τὰ πινάκι
      γενική τοῦ πινακίου τῶν πινακίων
      δοτική τῷ πινακί τοῖς πινακίοις
    αιτιατική τὸ πινάκιον τὰ πινάκι
     κλητική ! πινάκιον πινάκι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πινακίω
γεν-δοτ τοῖν  πινακίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πινάκιον < πίναξ, πινακ- + υποκοριστικό επίθημα -ιον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πινάκιον, -ου ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές[επεξεργασία]