πλήθιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πλήθιος η πλήθια το πλήθιο
      γενική του πλήθιου της πλήθιας του πλήθιου
    αιτιατική τον πλήθιο την πλήθια το πλήθιο
     κλητική πλήθιε πλήθια πλήθιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πλήθιοι οι πλήθιες τα πλήθια
      γενική των πλήθιων των πλήθιων των πλήθιων
    αιτιατική τους πλήθιους τις πλήθιες τα πλήθια
     κλητική πλήθιοι πλήθιες πλήθια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πλήθιος < πλήθος + -ιος

Επίθετο[επεξεργασία]

πλήθιος

  1. (σπάνιο) πολυπληθής
  2. (ουσιαστικοποιημένο) πλήθια: τα πλήθη

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]