πλοιάριον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ πλοιάριον τὰ πλοιάρι
      γενική τοῦ πλοιαρίου τῶν πλοιαρίων
      δοτική τῷ πλοιαρί τοῖς πλοιαρίοις
    αιτιατική τὸ πλοιάριον τὰ πλοιάρι
     κλητική ! πλοιάριον πλοιάρι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πλοιαρίω
γεν-δοτ τοῖν  πλοιαρίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πλοιάριον < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πλοιάριον, -ου ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές[επεξεργασία]