ποζάρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ποζάρισμα ουδέτερο
- η ακίνητη στάση που παίρνει κάποιος σύμφωνα με τις οδηγίες ενός φωτογράφου ή ζωγράφου
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη πόζα