πολυαμίδιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πολυαμίδιο τα πολυαμίδια
      γενική του πολυαμίδιου
πολυαμιδίου
των πολυαμίδιων
πολυαμιδίων
    αιτιατική το πολυαμίδιο τα πολυαμίδια
     κλητική πολυαμίδιο πολυαμίδια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πολυαμίδιο < (λόγιο δάνειο) γαλλική polyamide ή (λόγιο δάνειο) αγγλική polyamide < poly- (< αρχαία ελληνική πολυ-) + am(id) (-id= -ίδιο)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πολυαμίδιο ουδέτερο

  • (χημεία) συνθετικό υλικό που αποτελείται από αμίδια, είναι εξαιρετικά ανθεκτικό και χρησιμοποιείται ευρέως στη βιομηχανία
    ※  Απόσπασμα από το βιβλίο Χημείας Β' Λυκείου Γενικής Παιδείας, Ενότητα 5.4 Πολυμερή («πλαστικά»), ※  @ebooks.edu.gr
    Η έρευνα για ένα συνθετικό υλικό με ιδιότητες ανάλογες με εκείνες του μεταξιού οδήγησαν στην ανακάλυψη μιας ολόκληρης οικογένειας συνθετικών πολυαμιδίων γνωστών με το γενικό όνομα Nylon. Ένα από τα πιο σημαντικά Nylon είναι το Nylon 6,6. Αυτό μπορεί να παρασκευαστεί από ένα δικαρβονικό οξύ με έξι άτομα άνθρακα (το πρώτο 6 στην ονομασία), το αδιπικό οξύ και από μία διαμίνη με έξι άτομα άνθρακα (το δεύτερο 6…), την εξαμεθυλενοδιαμίνη.

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]