ανθεκτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανθεκτικός < αρχαία ελληνική ἀνθεκτικός
Επίθετο[επεξεργασία]
ανθεκτικός
- που έχει μεγάλη αντοχή, που δεν φθείρεται εύκολα ή που δεν παθαίνει εύκολα ζημιές
- (ιατρική) (για νόσο) που δεν αντιδρά θετικά σε εμβόλιο ή θεραπεία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανθεκτικός