πολυδειράς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
πολῠδειρᾰδ- | |||||
ονομαστική | ὁ/ἡ | πολυδειράς | οἱ/αἱ | πολυδειράδες | |
γενική | τοῦ/τῆς | πολυδειράδος | τῶν | πολυδειράδων | |
δοτική | τῷ/τῇ | πολυδειράδῐ | τοῖς/ταῖς | πολυδειράσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸν/τὴν | πολυδειράδᾰ | τοὺς/τὰς | πολυδειράδᾰς | |
κλητική ὦ! | πολυδειράς | πολυδειράδες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πολυδειράδε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | πολυδειράδοιν | |||
Με βραχύ άλφα στο θέμα -άς, -άδος. | |||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δεκάς' όπως «φυγάς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πολυδειράς αρσενικό ή θηλυκό
- (για βουνό, οροσειρά) που έχει πολλές κορυφές
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 1 (Α. Λοιμός. Μῆνις.), στίχ. 499
- ἀκροτάτῃ κορυφῇ πολυδειράδος Οὐλύμποιο
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 1 (Α. Λοιμός. Μῆνις.), στίχ. 499
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πολυδειράς αρσενικό ή θηλυκό
- που έχει πολλούς λαιμούς (όπως η ύδρα)
Πηγές[επεξεργασία]
- πολυδειράς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πολυδειράς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δεκάς' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δεκάς' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης κοινού γένους (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δεκάς' κοινού γένους (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα πολυ- (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από την Ιλιάδα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα διγενή μονοκατάληκτα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)