πολυκαρβονικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολυκαρβονικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική polycarbonic < polycarbonate < αρχαία ελληνική πολύς + μεσαιωνική ελληνική κάρβουνον < λατινική carbo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kerh₃-
Επίθετο[επεξεργασία]
πολυκαρβονικός
- (χημεία) που έχει σχέση με το πολυανθρακικό ή αναφέρεται σ’ αυτό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολυκαρβονικός
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Πρότυπο el 'καλός' red links -ής
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)