πολυλειτουργικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολυλειτουργικός < πολυ- + λειτουργικός
Επίθετο[επεξεργασία]
πολυλειτουργικός
- (λόγιο) που φέρει σε πέρας / επιτελεί πολλές λειτουργίες
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολυλειτουργικός