πολυνημάτωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πολυνημάτωση | οι | πολυνηματώσεις |
γενική | της | πολυνημάτωσης* | των | πολυνηματώσεων |
αιτιατική | την | πολυνημάτωση | τις | πολυνηματώσεις |
κλητική | πολυνημάτωση | πολυνηματώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, πολυνηματώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολυνημάτωση < πολυ- + νήμα + -ωση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική multithreading)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πολυνημάτωση θηλυκό
- (πληροφορική) τεχνική στην οποία ένας υπολογιστής ή υπολογιστικό σύστημα μπορεί να εκτελεί πολλαπλές διεργασίες ή νήματα (threads) ταυτόχρονα, επιτρέποντας την αποτελεσματική χρήση των διαθέσιμων πόρων του συστήματος, την αύξηση της απόδοσης του προγράμματος και την παράλληλη εκτέλεση των διαδικασιών
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Multithreading στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολυνημάτωση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα πολυ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ωση (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)