πολυοψία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολυοψία < αρχαία ελληνική πολυοψία[1] < πολύοψος < πολύς + ὄψον
- πολυοψία < ιταλική poliopsia < αρχαία ελληνική πολύς + ὄψις
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πολυοψία θηλυκό
- (καθαρεύουσα) η αφθονία σε ψάρι ή κρέας
- (ιατρική) άλλη μορφή του πολυωπία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολυοψία
|
- ↑ πολυοψία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)