πολυωπία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολυωπία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική polyopia < αρχαία ελληνική πολύς + ὤψ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πολυωπία θηλυκό
- (ιατρική) διαταραχή της όρασης (προσωρινή ή διαρκέστερη), κατά την οποία ο ασθενής βλέπει πολλαπλά είδωλα ενός αντικειμένου λόγω διάφορων παραγόντων (αστιγματισμός, βλάβες του κερατοειδούς κ.λπ.)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)