πολυπαραμετρικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολυπαραμετρικός < πολυ- + παραμετρικός
Επίθετο[επεξεργασία]
πολυπαραμετρικός
- που πρέπει να ληφθούν υπόψη πολλές παράμετροι για την επίτευξη ή πραγματοποίησή του
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολυπαραμετρικός
|