πολυπλάνητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολυπλάνητος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
πολυπλάνητος, -η, -ο
- που έχει περιπλανηθεί πολύ, που έχει ταξιδέψει σε πολλά μέρη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολυπλάνητος
|