πολυσέλιδος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πολυσέλιδος, -η, -ο
- που αποτελείται ή καταλαμβάνει πολλές σελίδες
- ↪πολυσέλιδο φυλλάδιο, πολυσέλιδη προκήρυξη