πολύσπαστον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ πολύσπαστον τὰ πολύσπαστ
      γενική τοῦ πολυσπάστου τῶν πολυσπάστων
      δοτική τῷ πολυσπάστ τοῖς πολυσπάστοις
    αιτιατική τὸ πολύσπαστον τὰ πολύσπαστ
     κλητική ! πολύσπαστον πολύσπαστ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πολυσπάστω
γεν-δοτ τοῖν  πολυσπάστοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πολύσπαστον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πολύσπαστο. Μορφολογικά αναλύεται σε πολύ- + αρχαία ελληνική σπάω, σπασ- + -τον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πολύσπαστον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

πολύσπαστον (ελληνιστική κοινή)

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού ή θηλυκού γένους του πολύσπαστος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του πολύσπαστος

Πηγές[επεξεργασία]