πρακτορειακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πρακτορειακός < πρακτορεί(ο) + -ακός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pɾa.kto.ɾi.aˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρα‐κτο‐ρει‐α‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
πρακτορειακός, -ή, -ό
- (νεολογισμός) ο σχετικός με πρακτορεία ή πράκτορες
- ※ Μετά τη λήξη του Εμφυλίου η ηγεσία του ΚΚΕ ζήτησε από το αδελφό τσεχοσλοβακικό κόμμα να βοηθήσει μια ομάδα ελλήνων κομμουνιστών στην «πρακτορειακή εξειδίκευσή τους σε ό,τι αφορά ασυρμάτους, κωδικοποίηση, φωτογραφήσεις, έκδοση ταυτοτήτων, βεβαιώσεων, σφραγίδων κλπ.». (Κόκκινοι κατάσκοποι, Το Βήμα, 6 Σεπτεμβρίου 2009)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πρακτορειακός
|
Πηγές[επεξεργασία]
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Πρότυπο el 'καλός' red links -ής
- Λέξεις με επίθημα -ακός (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)