πριμικίριος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πριμικίριος οι πριμικίριοι
      γενική του πριμικίριου των πριμικίριων
    αιτιατική τον πριμικίριο τους πριμικίριους
     κλητική πριμικίριε πριμικίριοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πριμικίριος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πριμικήριος < λατινική primicerius[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pɾi.miˈci.ɾi.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρι‐μι‐κί‐ρι‐ος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πριμικίριος αρσενικό

  1. (εκκλησιαστικός όρος) τίτλος κληρικών της ορθόδοξης αλλά και καθολικής εκκλησίας
  2. (αξίωμα, ιστορία) τίτλος που κατείχαν αξιωματούχοι στο βυζαντινό ανάκτορο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]