προδόρπιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | προδόρπιο | τα | προδόρπια |
γενική | του | προδόρπιου | των | προδόρπιων |
αιτιατική | το | προδόρπιο | τα | προδόρπια |
κλητική | προδόρπιο | προδόρπια | ||
Δείτε και την κλίση του προδόρπιον. | ||||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προδόρπιο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα προδόρπιον < αρχαία ελληνική προδόρπια (στον πληθυντικό) > → δείτε προ-, δόρπ(ον) (απογευματινό φαγητό, κατά τη δύση του ήλιου) [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pɾoˈðoɾ.pi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐δόρ‐πι‐ο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προδόρπιο ουδέτερο
- (σπάνιο, αρχαιοπρεπές) ορεκτικό πριν από το κυρίως δείπνο
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προδόρπιο
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ s.v. επιδόρπιο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές[επεξεργασία]
- προδόρπιο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα προ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αρχαιοπρεπείς όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)