προειδοποιητικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προειδοποιητικός < προειδοποιώ + -τικός
Επίθετο[επεξεργασία]
προειδοποιητικός, -ή, -ό
- που προειδοποιεί, που έχει το χαρακτήρα της προειδοποίησης
- προειδοποιητική απεργία
Συγγενικά[επεξεργασία]
- προειδοποιητικά
- → δείτε τη λέξη προειδοποιώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προειδοποιητικός