προνοσοκομειακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προνοσοκομειακός < προ- + νοσοκομειακός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική prehospital)
Επίθετο[επεξεργασία]
προνοσοκομειακός, -ή, -ό
- (νεολογισμός) (ιατρική) που έχει σχέση με την ιατρική φροντίδα που παρέχεται σ' έναν ασθενή πριν από την εισαγωγή του σ' ένα νοσοκομείο ή αναφέρεται σ' αυτή
- Είναι γεγονός ότι η προνοσοκομειακή φροντίδα (ΠΦ) έχει ξεχωριστές δυσκολίες, γι' αυτό και κάθε χώρα της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ) έχει το δικό της πρότυπο ανάλογα και με τις γεωγραφικές ιδιαιτερότητες και με την κατανομή του πληθυσμού της στην επικράτεια. (*)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις προ και νοσοκομείο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προνοσοκομειακός