προπραίτορας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προπραίτορας < λατινική propraetor
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προπραίτορας αρσενικό
- (ιστορία) (στρατιωτικός όρος) έπαρχος (τέως ή πρώην πραίτορας στη Ρώμη που στέλνονταν ως επικεφαλής μιας ρωμαϊκής επαρχίας / provincia Romana)
- ※ Κατά τις ίδιες ημέρες έφθασαν επιστολές από τον πρέσβη Μ. Αυρήλιο και τον προπραίτορα Βαλέριο Λαβίνο και ήλθε νέα πρεσβεία των Αθηναίων, η οποία ανήγγειλε ότι ο βασιλεύς προσέγγιζε τα σύνορά τους. (Θεσσαλικό Ημερολόγιο, 11, 1987, σελ. 196.)
- (ιστορία) (στρατιωτικός όρος) αντιστράτηγος
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προπραίτορας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλακας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Στρατιωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)