προπυλένιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προπυλένιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική propylene < γαλλική propionique + -ylene < αρχαία ελληνική πρῶτος ή πρό + πίων + ὕλη
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pro.piˈle.ni.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐πυ‐λέ‐νι‐ο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προπυλένιο ουδέτερο
- (χημεία) η οργανική χημική ένωση προπένιο. Ένα αλκένιο που είναι ένας άχρωμος πτητικός (σε θερμοκρασία και πίεση δωματίου) υδρογονάνθρακας με χημικό τύπο C₃H₆.
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- προπυλένιο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)