προσαυξητικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προσαυξητικός < προσαυξάνω + -τικός
Επίθετο[επεξεργασία]
προσαυξητικός
- που έχει σχέση με την προσαύξηση ή συντελεί σ’ αυτή
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη προσαυξάνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προσαυξητικός
|