προσληφθείς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προσληφθείς
προσληφθέντας
η προσληφθείσα το προσληφθέν
      γενική του προσληφθέντος
προσληφθέντα
της προσληφθείσας
προσληφθείσης*
του προσληφθέντος
    αιτιατική τον προσληφθέντα την προσληφθείσα το προσληφθέν
     κλητική προσληφθείς
προσληφθέντα
προσληφθείσα προσληφθέν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προσληφθέντες οι προσληφθείσες τα προσληφθέντα
      γενική των προσληφθέντων των προσληφθεισών των προσληφθέντων
    αιτιατική τους προσληφθέντες τις προσληφθείσες τα προσληφθέντα
     κλητική προσληφθέντες προσληφθείσες προσληφθέντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «πληγείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προσληφθείς < αρχαία ελληνική προσληφθείς, μετοχή παθητικού αορίστου του ρήματος προσλαμβάνω

Επίθετο[επεξεργασία]

προσληφθείς, -η, -ο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]