προσυλλογιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προσυλλογιστικός < προσυλλογίζομαι + -τικός
Επίθετο[επεξεργασία]
προσυλλογιστικός
- που έχει σχέση με προσυλλογισμό, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προσυλλογιστικός
|
Πηγές[επεξεργασία]
- προσυλλογιστικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)