προτεραία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προτεραία < αρχαία ελληνική προτεραία, αρσενικό του προτεραῖος < πρότερος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προτεραία θηλυκό
- (λόγιο) η παραμονή κάποιας μέρας, η προηγούμενη ημέρα
- (ειδικότερα) (λόγιο) ό.π. με επιθετική χρήση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προτεραία
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ελπίδα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)