προτεσταντικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προτεσταντικός < προτεστάντης + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
προτεσταντικός
- που έχει σχέση με τους προτεστάντες ή τον προτεσταντισμό ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη προτεστάντης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προτεσταντικός