πρωτομάρτυρας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η πρωτομάρτυρας οι πρωτομάρτυρες
      γενική του
του/της
πρωτομάρτυρα
πρωτομάρτυρος
των πρωτομαρτύρων
    αιτιατική τον/την πρωτομάρτυρα τους/τις πρωτομάρτυρες
     κλητική πρωτομάρτυρα πρωτομάρτυρες
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό.
Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος.
Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού,
σε -ος, σε -α, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «επιστήμονας».
Κατηγορία όπως «επιστήμονας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πρωτομάρτυρας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πρωτομάρτυς. Μορφολογικά αναλύεται σε πρωτο- + μάρτυρας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πρωτομάρτυρας αρσενικό ή θηλυκό

  1. (εκκλησιαστικός όρος) (ως προσωνυμία του αγίου Στεφάνου και της αγίας Θέκλης) ο πρώτος χριστιανός που υπέστη μαρτυρικό θάνατο για την πίστη του
  2. (κατ’ επέκταση) αυτός που θυσιάστηκε πρώτος ή μεταξύ των πρώτων για ένα ιδανικό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]