πυκνόφυτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πυκνόφυτος, -η, -ο
- (για έκταση) που έχει πυκνοφυτευτεί
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- πυκνοφυτεμένος
- πυκνοφύτευτος
- πυκνοφυτεύω
- πυκνοφύτρωτος
- → δείτε τις λέξεις πυκνός, φυτεύω και φυτό