πυρηνοκίνητος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πυρηνοκίνητος η πυρηνοκίνητη το πυρηνοκίνητο
      γενική του πυρηνοκίνητου της πυρηνοκίνητης του πυρηνοκίνητου
    αιτιατική τον πυρηνοκίνητο την πυρηνοκίνητη το πυρηνοκίνητο
     κλητική πυρηνοκίνητε πυρηνοκίνητη πυρηνοκίνητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πυρηνοκίνητοι οι πυρηνοκίνητες τα πυρηνοκίνητα
      γενική των πυρηνοκίνητων των πυρηνοκίνητων των πυρηνοκίνητων
    αιτιατική τους πυρηνοκίνητους τις πυρηνοκίνητες τα πυρηνοκίνητα
     κλητική πυρηνοκίνητοι πυρηνοκίνητες πυρηνοκίνητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πυρηνοκίνητος < νέα ελληνική πυρήν(ας) + -ο- + -κίνητος (πυρήνας από την πυρηνική ενέργεια)

Επίθετο[επεξεργασία]

πυρηνοκίνητος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]