ριμάριο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ριμάριο τα ριμάρια
      γενική του ριμάριου
ριμαρίου
των ριμάριων
ριμαρίων
    αιτιατική το ριμάριο τα ριμάρια
     κλητική ριμάριο ριμάρια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ριμάριο < (άμεσο δάνειο) ιταλική rimario

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ριμάριο ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]