ρινορραγικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ρινορραγικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική rhinorragique < rhinorragie < αρχαία ελληνική ῥίς + ῥήγνυμι
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɾi.no.ɾa.ʝiˈkos/
Επίθετο[επεξεργασία]
ρινορραγικός
- (ιατρική) που έχει σχέση με τη ρινορραγία ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ρινορραγία
- → δείτε τις λέξεις ρίνα, ραγίζω και ρήξη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ρινορραγικός
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)