ρινοσκοπικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ρινοσκοπικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: rhinoscopic < αρχαία ελληνική ῥίς + σκοπέω
Επίθετο[επεξεργασία]
ρινοσκοπικός
- (ιατρική) που έχει σχέση με τη ρινοσκόπηση ή το ρινοσκόπιο ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ρινοσκόπηση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ρινοσκοπικός