ρωσόφιλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ρωσόφιλος, -η, -ο
- λάτρης της ρωσικής κουλτούρας ή γλώσσας
- υποστηρικτής του Ρωσικού Κόμματος κατά τα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας του ελληνικού κράτους, μετά την επανάσταση του 1821
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ρωσόφιλος