σαγανάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σαγανάκι | τα | σαγανάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | σαγανάκι | τα | σαγανάκια |
κλητική | σαγανάκι | σαγανάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σαγανάκι ουδέτερο
- (κουζινικά) μικρό τηγάνι
- (γαστρονομία) έδεσμα παρασκευασμένο σε μικρό τηγάνι
- τυρί (γραβιέρα ή κεφαλοτύρι) τηγανισμένο και συνήθως βουτηγμένο σε κουρκούτι ή τηγανισμένα αβγά με ντομάτα, γαρίδες με ντομάτα, μύδια με ντομάτα, λουκάνικα με αβγά και ντομάτα κ.ά.
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη σαγάνι
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- σαγανάκι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -άκι (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κουζινικά (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
- Τυριά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)