σαδομαζοχιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σαδομαζοχιστικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
σαδομαζοχιστικός, -ή, -ό
- που αναφέρεται στο σαδομαζοχισμό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σαδομαζοχιστικός