σαλπιγγικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σαλπιγγικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
σαλπιγγικός, -ή, -ό
- σχέτικος με τις σάλπιγγες (τα γυναικεία όργανα αναπαραγωγής)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σαλπιγγικός
|