σαρδελοκούτι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σαρδελοκούτι | τα | σαρδελοκούτια |
γενική | του | σαρδελοκουτιού | των | σαρδελοκουτιών |
αιτιατική | το | σαρδελοκούτι | τα | σαρδελοκούτια |
κλητική | σαρδελοκούτι | σαρδελοκούτια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σαρδελοκούτι ουδέτερο
- κονσέρβα με σαρδέλες, συνήθως ανοιγμένη και άδεια
- βλέπε και κονσερβοκούτι
- (μεταφορικά) αυτοκίνητο με υπερβολικά πολλούς επιβάτες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κονσέρβα από σαρδέλες
|
παραφορτωμένο αυτοκίνητο