σαρκασμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σαρκασμένος η σαρκασμένη το σαρκασμένο
      γενική του σαρκασμένου της σαρκασμένης του σαρκασμένου
    αιτιατική τον σαρκασμένο τη σαρκασμένη το σαρκασμένο
     κλητική σαρκασμένε σαρκασμένη σαρκασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σαρκασμένοι οι σαρκασμένες τα σαρκασμένα
      γενική των σαρκασμένων των σαρκασμένων των σαρκασμένων
    αιτιατική τους σαρκασμένους τις σαρκασμένες τα σαρκασμένα
     κλητική σαρκασμένοι σαρκασμένες σαρκασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σαρκασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σαρκάζω

Μετοχή[επεξεργασία]

σαρκασμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]