σημασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σημασμένος < σπάνια μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος σημαίνω
Μετοχή[επεξεργασία]
σημασμένος, -η, -ο
- (σπάνιο) που έχει σημανθεί, μαρκαρισμένος
- οι σημασμένοι σκύλοι έχουν καταγραφεί από το Δήμο
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- σπάνιος τύπος μετοχής με χρήση σε λόγο που αφορά την γενετική, την βιοχημεία, την οδοσήμανση και την πληροφορική
- συνήθης τύπος με άλλη σημασία: σεσημασμένος (λόγια μετοχή παθητικού παρακειμένου)